- φαρισαϊκός
- -ή, -ό / φαρισαϊκός, -ή, -όν, ΝΑ [Φαρισαῑος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φαρισαίουςνεοελλ.υποκριτικός, δόλιος.επίρρ...φαρισαϊκώς / φαρισαϊκῶς ΝΜ, και φαρισαϊκά Νόπως οι Φαρισαίοι, με υποκριτικό και δόλιο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.